Παρασκευή 4 Ιουλίου 2008

αποσπάσματα απ' το βιβλίο

Και τώρα λίγη στατιστική


Αποτελέσματα ερευνών αναφέρουν ότι το 90% των εφήβων αγοριών αυνανίζεται. Ψέματα. Απλώς το 10% δεν το ομολογεί ούτε ανώνυμα. Λένε ακόμα ότι το 70% των εφήβων κοριτσιών κάνει το ίδιο. Ψέματα, ψέματα, ψέματα. Το υπόλοιπο 30% ή δεν έχει καταλάβει ότι το έχει κάνει ή δεν το παραδέχεται ούτε ανώνυμα.

Μια γνωστή μου αυνανιζόταν από οχτώ χρονών χωρίς χέρια κάθε φορά που έμπαινε σε ταξί. Φυσικά δεν ήξερε πώς λεγόταν αυτό που έκανε. Απλά αφηνόταν στις δονήσεις που μεταβίβαζε η ντιζελομηχανή στο κάθισμά της μέχρι που ερχόταν σε οργασμό. Εάν το ταξί έφτανε στον προορισμό του πριν προλάβει να ολοκληρώσει αρνούνταν να κατεβεί. Η μάνα της την τραβούσε, προσπαθούσε να την πείσει ότι έπρεπε επιτέλους να βγουν από το αυτοκίνητο, αλλά εκείνη παρέμενε αμετάπειστη. Ήταν σαν να της έκοβαν το παιχνίδι στη μέση. Κι όμως αυτό το κορίτσι έμαθε πώς ονομαζόταν η συγκεκριμένη συνήθειά της στα δεκαεφτά της χρόνια. Πώς λοιπόν θα συμπλήρωνε σωστά το ερωτηματολόγιο της έρευνας στα δεκαπέντε της;

Στην εφηβεία μου, είτε είχα κάποια σχέση είτε όχι, όλα περιστρέφονταν γύρω από το ¨κατά μόνας¨. Ιδού ένα τυπικό ημερίσιο πρόγραμμα:

7:00 Ξύπνημα.

7:10 ¨Κατά μόνας¨ στο μπάνιο. Ο πατέρας μου απ’ έξω χτυπάει έξαλλος την πόρτα γιατί αργώ και πρέπει να ετοιμαστεί για να πάει στη δουλειά του.

7:20 Πλούσιο πρωινό προς αναπλήρωση της χαμένης ενέργειας.

7:30 Αναχώρηση για το σχολείο.

11:00 Μεγάλο διάλειμμα. ¨Κατά μόνας¨, μόνος ή με παρέα στις τουαλέτες των αγοριών. Όταν γίνεται με παρέα, διεξάγεται διαγωνισμός για το ποιος θα στείλει το σπέρμα του πιο μακριά. Άπαξ του έτους διεξάγεται και διαγωνισμός για το ποιος την έχει πιο μεγάλη. (Τη μεζούρα που χρησιμοποιούσαμε σε αυτές τις περιπτώσεις τη δανειζόμουν από το κουτάκι με τα ραφτικά της μάνας μου. Την επέστρεφα κρυφά χωρίς να την πλένω. Πού να ήξερε η κακομοίρα από πόσα χέρια είχε περάσει).

14:00 Επιστροφή στο σπίτι.

14:20 Γεύμα.

15:00 ¨Κατά μόνας¨ στο υπνοδωμάτιο.

15:15 Μεσημεριανή κατάκλιση.

16: 30 Ξύπνημα και διάβασμα για το σχολείο.

19:00 Φροντιστήριο.

21:00 Επιστροφή στο σπίτι. ¨Κατά μόνας¨ στην τουαλέτα με βοήθεια ειδικού περιοδικού. Κάθε φορά που βγαίνω απ’ το μπάνιο η μητέρα μου επισημαίνει ότι όποιος κάθεται πολύ ώρα στην τουαλέτα κινδυνεύει να πάθει δυσκοιλιότητα και αιμορροΐδες. Αξιομνημόνευτη αθωότητα!

21:15 - 24:00 Τηλεόραση στο σαλόνι. Κυρίως ντοκιμαντέρ για το πώς αναπαράγονται τα ζώα.

24:00 - 1: 30. Πορνοταινία στη μικρή τηλεόραση του υπνοδωματίου μου. ¨Κατά μόνας¨ κατά τη διάρκεια της προβολής ή και μετά.

1:30 - 7:00 Νυχτερινή κατάκλιση. Ονειρώξεις. Ενύπνια εκσπερμάτωση.

Οι καθηγητές μας προσπαθούσαν, άλλοι με περισσότερο φιλότιμο κι άλλοι με λιγότερο, να μας δημιουργήσουν ανησυχίες για τον αφοπλισμό, για τους κινδύνους της πυρηνικής ενέργειας, να αφυπνίσουν το ενδιαφέρον μας για την οικολογία, για τη φιλανθρωπία, για την σημασία της ιστορίας και τους πολιτισμού μας, για τις θρησκευτικές αγωνίες του ανθρώπινου όντος, για τη φιλοσοφική αναζήτηση, για τη λογοτεχνία, για τα μαθηματικά. Ματαιοπονούσαν. Το έγραφε πάνω στο μέτωπό μας, το φώναζαν τα σπυράκια της ακμής στα μάγουλά μας, το μαρτυρούσαν τα ξαναμμένα πρόσωπά μας, τα χέρια μας που ήταν μονίμως κρυμμένα κάτω απ’ το θρανίο. Το μόνο που μας ενδιέφερε ήταν η διπλανή μαθήτρια, ο πόθος μας γι’ αυτήν και πώς, αν μας απέρριπτε, να τον σβήσουμε για λίγο επιδιδόμενοι στο ¨κατά μόνας¨.

Ολόκληρη η δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι η αισθητοποίηση της ματαιότητας. Χιλιάδες εργατώρες σοφών επιστημόνων, δαπάνη εκατομμυρίων για να εκδοθούν και να διανεμηθούν τα σχολικά βιβλία, αγώνας και δαπάνες για να διδαχθεί η εξεταστέα ύλη, τεστ, διαγωνίσματα, φροντιστήρια, ατελείωτο άγχος, απίστευτος κόπος για κάτι που δεν ενδιαφέρει κανένα. Το μόνο που απασχολεί το μυαλό του έφηβου αγοριού είναι το πώς θα βρει γκόμενα, πώς θα την πηδήξει, και πώς αυτή η νίκη θα συνδυαστεί με τη νίκη της ομάδας του την Κυριακή. Και το μόνο ηρεμιστικό μέσα σ’ αυτόν τον καθημερινό αγώνα είναι η καταφυγή στο ¨κατά μόνας¨.

Όταν ήμουν έφηβος είχα ακούσει από τον μπακάλη της γειτονιάς μου να λέει σε έναν πελάτη ότι η μαλακία κουφαίνει. Προς στιγμήν το πίστεψα. Ήδη μέχρι τα δεκατέσσερά μου είχα ξοδέψει αρκετό σπέρμα για να δημιουργηθεί ο θαυμαστός καινούργιος κόσμος του Χάξλεϋ. Τρομοκρατημένος τηλεφώνησα αμέσως στον φίλο μου τον Μπάμπη για να το συζητήσουμε.

«Μα τι μαλακίες είναι αυτές που μου λες, ρε μαλάκα; Αν ήταν αλήθεια αυτό, τώρα θα ήμασταν ο κουφός πλανήτης και όχι απλά ο μαλακισμένος πλανήτης».

Ο Μπάμπης ήδη από τότε ήταν σπουδαίος θεωρητικός. Ανέπτυξε ένα μακροσκελές λογύδριο για τα πλεονεκτήματα του ¨κατά μόνας¨ που ομολογώ ότι με εξέπληξε. Πέραν των άλλων μου είπε και τα εξής: «Η γυναίκα μπορεί να σε κερατώσει, μπορεί μια μέρα να μην έχει όρεξη για έρωτα, μπορεί να μείνει έγκυος. Η παλάμη σου ποτέ. Και σε αντίθεση με το σεξ, εδώ βλέπεις αμέσως το αποτέλεσμα του κόπου σου. Δεν είναι και μικρό πράγμα». Προσωρινά με καθησύχασε αρκετά. Αληθινός φίλος.

Ωστόσο κάτι βαθιά μέσα μου μου έλεγε ότι ήμουν δυστυχής. Δεν μπορούσα να εξακριβώσω από πού ερχόταν εκείνη η φωνή. Ίσως από τα βάθη του DNA μου, από το απώτερο παρελθόν της ανθρώπινης ιστορίας. «Ποτέ μα ποτέ δεν πρόκειται αυτή η συνήθεια να σου προσφέρει το αίσθημα χαράς, δημιουργικότητας και διακινδύνευσης που χαρίζει η ανθρώπινη συντροφιά», ήταν σαν να μου έλεγε. Κι εγώ πάλευα μετά μανίας να τη φιμώσω. Όμως ειδικά από κάποια ηλικία και μετά, η ενοχή που ακολουθούσε πάντα αυτή την πράξη προοδευτικά γινόταν όλο και πιο ασφυκτική. Όχι από την ιδέα ότι διέπραττα κάτι το κολάσιμο, αλλά από την έντονη αίσθηση ότι καταβρόχθιζα ολομόναχος ένα πολύ ποιοτικό γεύμα, ενώ του άξιζε να το απολαύσω αργά και με παρέα.

….


Κάτι που δεν μπόρεσα να καταλάβω ποτέ ήταν το γιατί κάποια θρησκευτικά δόγματα ή αιρέσεις το θεωρούν αμάρτημα. Έχουν βέβαια τα επιχειρήματά τους όμως ποτέ δεν κατάφεραν να με πείσουν. Λένε για παράδειγμα ότι ξοδεύεις απερίσκεπτα την πηγή της ζωής και εξαντλείς τον οργανισμό σου που είναι δώρο και ναός του Αγίου Πνεύματος. Εντάξει, τότε γιατί δεν ποινικοποίησαν και τη σκληρή δουλειά; Αν δουλεύεις πολύ, παθαίνεις υπερκόπωση. Τότε είναι που πραγματικά φθείρεις το σώμα σου.

Ένα άλλο επιχείρημα λέει ότι το κατά μόνας είναι αμαρτία επειδή ξοδεύεις την ερωτική σου ενέργεια όχι σε συνάντηση με ένα πρόσωπο, αλλά ατομιστικά. Ωραία, συμφωνώ. Βρείτε μου γυναίκα κι εγώ δεν πρόκειται να το ξανακάνω ποτέ. Φυλάω σταυρό.

Καλά, με τον πόνο μου παίζετε;

Είμαι δεκαπέντε χρονών. Διανύουμε τις πρώτες ημέρες της Άνοιξης. Ο ήλιος μπαίνει θριαμβευτικά απ’ τα ανοιχτά παράθυρα. Έξω στο δασάκι του προαυλίου τραγουδούν ξέφρενα τα πουλιά. Οι μυρωδιές της φύσης έχουν ξεμυαλίσει τους πάντες. Η φιλόλογος πρέπει να διδάξει Ελύτη. Έπειτα από δεκάλεπτη αναμονή για να γίνει επιτέλους ησυχία τα παιδιά έχουν καθίσει στα θρανία τους. Προηγουμένως έχει τιμωρηθεί ένας μαθητής επειδή χούφτωσε τα στήθια μιας συμμαθήτριάς του μπροστά σε όλους. Η φιλόλογος τον έχει στείλει να καθίσει μόνος στο διάδρομο. Το μάθημα αρχίζει. Στις πίσω σειρές εντοπίζεται ένας μαθητής να χαϊδεύει τα μακριά μαλλιά της συμμαθήτριάς του που κάθεται στο μπροστινό του θρανίο. Εκείνη δεν έχει καταλάβει απολύτως τίποτα. Το άλλο του χέρι βρίσκεται εμπλοκή κάτω από το θρανίο του. Είναι απασχολημένο με κάτι. Μήπως τακτοποιεί τα βιβλία του; Μήπως στέλνει μηνύματα με το κινητό του; Ξέχασα. Τα κινητά δεν έχουν εφευρεθεί ακόμα. Ελάτε τώρα... Ξέρουμε πολύ καλά τι κάνει. Φαίνεται ξεκάθαρα στο πρόσωπό του. Είναι κατακόκκινο και αποχαυνωμένο. Η καθηγήτρια αγνοεί το γεγονός ή προσποιείται πως το αγνοεί. Τουλάχιστον για λίγο. Όμως όσο κι αν το θέλεις δεν γίνεται να διδάξεις Ελύτη κάτω από αυτές τις συνθήκες. Κάτι πρέπει να κάνει. Πηγαίνει διακριτικά και στέκεται πάνω απ’ το μαθητή. Εκείνος τραβάει το χέρι του από τα μαλλιά της συμμαθήτριάς του όμως το άλλο συνεχίζει απτόητο. Η καθηγήτρια τον ακουμπάει απαλά στον ώμο, συνεχίζοντας να παραδίδει μάθημα. Εκείνος αντί να συνετιστεί, συνεχίζει με μεγαλύτερη ένταση και επιτέλους ολοκληρώνει. Η καθηγήτρια βγαίνει τρέχοντας στο διάδρομο για να κλάψει ανενόχλητη. Εκεί ανακαλύπτει ότι ο μαθητής που είχε πετάξει νωρίτερα έξω απουσιάζει. Στέλνει δύο μαθητές να τον βρουν. Αργούν αλλά τον φέρνουν πίσω. Και οι τρεις δείχνουν πολύ εξαντλημένοι. Σχεδόν σέρνονται. Μοιάζουν σαν να έχουν σκάψει ένα χωράφι. Γιατί άργησαν; Πού ήταν τελικά ο απών; «Μα φυσικά στις τουαλέτες, κυρία». «Και τι έκανες εκεί παιδί μου;» «Μα τι κάνουνε στις τουαλέτες κυρία;» «Κάθισε έξω και μην το ξανακουνήσεις χωρίς την άδειά μου».

Μην πάει ο νους σας στο πονηρό. Το παιδί απλώς πήγε να τραβήξει μια μαλακία. Το ίδιο και εκείνοι που στάλθηκαν για να τον φέρουν πίσω.

Πρόταση προς τον Οργανισμό Σχολικών Κτηρίων: Να αφαιρεθούν από τις σχολικές τουαλέτες των αγοριών οι περισσότερες λεκάνες και οι περισσότεροι νιπτήρες. Έτσι θα εξοικονομηθεί χρήμα και χώρος.

Σεμνή πρόταση προς το Υπουργείο Παιδείας: Όλη η δευτεροβάθμια εκπαίδευση πρέπει να καταργηθεί ως περιττή και οικονομικά ασύμφορη για την πολιτεία. Βρείτε γυναίκες σ’ αυτά τα αγόρια, βρείτε άντρες σ’ αυτά τα κορίτσια κι όλοι θα ηρεμήσουν ως δια μαγείας. Η παραβατικότητα και οι αυτοκτονίες των ανηλίκων θα εκλείψουν. Μπροστά σε ένα τέτοιο θαύμα πιστεύω ότι η γνώση μπορεί να περιμένει. Ας ξαναρχίσουν το σχολείο στα δεκαεννέα τους. Δεν χάθηκε δα και ο κόσμος.

Δεκαέξι χρονών. Ο Θεολόγος μας, λίγο πριν τα Χριστούγεννα, οργανώνει ημέρα εξομολόγησης και εκκλησιασμού. Όσοι μαθητές επιθυμούν να εξομολογηθούν πρέπει να το δηλώσουν προηγουμένως στον απουσιολόγο. Δηλώνουν τα ονόματά τους σχεδόν όλοι οι ορθόδοξοι, οι οποίοι την εποχή εκείνη αγγίζουν το 99,9%. Ο ιερέας θα τους εξομολογήσει πριν τη λειτουργία. Όμως τα παιδιά είναι πολλά κι έτσι αποφασίζει να τα δεχτεί ανά δεκάδες. Έχει προετοιμάσει τις ερωτήσεις του και είναι για όλους οι ίδιες.

α. Είστε καλά παιδιά;

Απάντηση. (Όλοι μαζί): «Ναιιιιιιιιιιιιιιιιι»

β. Το πουλάκι σας το παίζετε;

(Όλοι μαζί) «Όχιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιι».

Μόνο μια φωνή ακούγεται παράταιρα. «Ναιιιιιιιιιιιιιι».

Ο ιερέας την αγνοεί.

«Εντάξει, μπορείτε στο τέλος της λειτουργίας να κοινωνήσετε». Σηκώνεται και τους διαβάζει την ευχή.

Ο υπεύθυνος της παραφωνίας δεν ωθήθηκε από κάποια ξαφνική κρίση τόλμης. Απλά δεν πίστευε ότι έκανε κάτι το επιλήψιμο.

Βγαίνοντας απορούσα: Δεν είναι αμάρτημα να πλακώνεις στο ξύλο τους συμμαθητές σου και να τους ξαφρίζεις το χαρτζιλίκι; Δεν είναι αμάρτημα να μην προσφέρεις το περίσσευμα των χρημάτων σου στο φτωχό σου συμμαθητή; Δεν είναι αμάρτημα να βάζεις πινέζες στην καρέκλα του καθηγητή; Δεν είναι αμάρτημα όταν νικάει η δική σου ομάδα στο μπάσκετ να κάνεις επί δέκα λεπτά κωλοδάχτυλο από μακριά στους υποστηρικτές των αντιπάλων φωνάζοντας αγριεμένος: «Σας σκίσαμε κότες»; Δεν είναι αμάρτημα να φέρνεις την καθηγήτριά σου σε κατάσταση υστερίας; Κι αν είναι, γιατί ο παπάς δεν τα ρώτησε όλα αυτά; Το πουλί μας τον μάρανε;

Αργότερα στο σπίτι ξεψάχνισα την Αγία Γραφή της μητέρας μου. Πουθενά δεν βρήκα σχετική αναφορά. Αντίθετα βρήκα πλήθος αναφορών για τη φιλαργυρία, για την αδικία κατά των φτωχών, για τον εγωισμό, για την αχαριστία, για τη σιμωνία (δηλαδή να πληρώνεσαι για να τελέσεις μυστήρια) και για ένα σωρό άλλα αμαρτήματα. Έτσι κατέληξα στο συμπέρασμα ότι είτε οι σημερινοί χριστιανοί τα είχαν χαμένα ή εγώ ήμουν εντελώς ανίκανος να βρω το σχετικό χωρίο.

Τώρα θέλετε να σας πω τι με δίδαξε η ομαδική εξομολόγηση και ο σχολικός εκκλησιασμός; Ιδού: Επειδή ο Χριστός σε μερικά πράγματα μάλλον δεν ήξερε πού πάνε τα τέσσερα, έπρεπε οι μεταγενέστεροι να τον συμπληρώσουν.




...


Πού είναι τα πράγματά μου;

Όταν η Ελίζα μου έδωσε τα παπούτσια στο χέρι κυριολεκτικά έπεσα απ’ τα σύννεφα. Χωρίς να έχω καμιά διάθεση να περιαυτολογήσω, θα ξαναθυμίσω ότι και ωραίος ήμουν και ευκατάστατος και πιστός. Οπότε ανέκυψε το κρίσιμο ερώτημα: Τι διάολο την έπιασε ξαφνικά;

Για καιρό πίστευα ότι μάλλον κάποιος τύπος θα την είχε ξεμυαλίσει. Ειδικά αφού δεν μου έδωσε καμιά εξήγηση για το χωρισμό μας. Όταν όμως, έξι ολόκληρους μήνες μετά, η Πωλίνα μου είπε ότι η Ελίζα δεν είχε ακόμα κάνει κάποια σχέση, έπεσα απ’ τα σύννεφα για δεύτερη φορά. Διότι τόσον καιρό εγώ είχα γευτεί στο έπακρο την ηδονή να την κατηγορώ ως άπιστη και καριόλα. Είναι πολύ απολαυστικό μερικές φορές να το παίζεις θύμα. Πάντα φταίνε όλοι οι άλλοι εκτός από σένα. Το φωτοστέφανό σου διαρκώς πλαταίνει. Όταν όμως η Πωλίνα μου μετέφερε την παραπάνω πληροφορία αισθάνθηκα σαν κάποιος να μου το έβγαλε απ’ την πρίζα. Το κεφάλι μου βυθίστηκε ξαφνικά στα σκοτάδια. Αν δεν με χώρισε για κάποιον άλλο, τότε γιατί; Και μάλιστα γιατί τόσο βίαια;

Όπως συνήθως πήγα να το συζητήσω με τον Μπάμπη. Βγήκαμε για μπύρες και του έθεσα τον προβληματισμό μου. Ο φίλος μου για άλλη μια φορά άνοιξε το θεωρητικό του οπλοστάσιο: «Τι να σου πω; Δεν έχεις ακούσει που λένε για την ψυχή της γυναίκας, ότι είναι μια άβυσσος; Έχεις δει ποτέ γυναίκα σε ισορροπία; Από τα δώδεκα δεκατρία, που τους έρχεται η πρώτη περίοδος, ζουν μέσα στο χάος. Ο κόσμος γυρίζει ανάποδα. Από εκεί και πέρα, το λιγότερο για δέκα μέρες το μήνα είναι ορμονικά διαταραγμένες. Πρώτα η ωορρηξία, έπειτα η έμμηνος ρήση. Και πες ότι αυτό κάποτε το συνηθίζουν. Όταν γκαστρωθούν ζουν μες στο άγχος και τις φοβίες. Η περίοδος σταματάει. Άλλη ορμονική ανωμαλία εκεί. Έτσι και γεννήσουν, έχουν τάσεις αυτοκτονίας, σκέφτονται παρανοϊκά, όλα τους φταίνε. Αυτό κρατάει περίπου τρία χρόνια. Καπάκι έρχεται το δεύτερο παιδί και πριν βρουν κάποια στοιχειώδη ισορροπία ξαναγυρίζουν στον Άδη. Αργότερα περνάνε κλιμακτήριο. Εκεί να δεις. Βάλε πέντε έξι χρόνια διαταραχής. Πόσο μας κάνουν όλα μαζί;»

«Δηλαδή τις δικαιολογείς».

«Δεν τις δικαιολογώ. Απλά λέω ότι το να συζείς με μια γυναίκα είναι φοβερά ριψοκίνδυνο. Σαν να κατοικείς κοντά σ’ ένα ενεργό ηφαίστειο. Δεν ξέρεις πότε θα εκραγεί».

Ίσως ο Μπάμπης να τα έλεγε καλά, αλλά εγώ δεν πήρα απάντηση στο ερώτημά μου. Έτσι αποφάσισα να απευθυνθώ στις λιγοστές φίλες μου. Δηλαδή σ’ αυτές που μου είχε κληροδοτήσει η Ελίζα.

Η Μπία με ρώτησε αναλυτικά πώς ήταν η καθημερινή μας ζωή.

«Ήσυχα», της είπα.

«Δηλαδή πόσο ήσυχα; Κάπως σαν νεκροταφείο ας πούμε;»

«Ήσυχα, ρε παιδί μου. Καλά. Μια χαρά περνάγαμε».

«Την έβγαζες έξω για φαΐ;»

«Τα σαββατοκύριακα».

«Κάνατε έρωτα;»

«Τα σαββατοκύριακα».

«Πηγαίνατε σινεμά;»

«Τα σαββατοκύριακα».

«Πηγαίνατε στη θάλασσα;»

«Τα σαββατοκύριακα».

«Κάνατε εκδρομές;»

«Τα σαββατοκύριακα».

«Αμάν, ρε φίλε, τις καθημερινές τι κάνατε; Βάζατε τη σχέση σας στην κατάψυξη μέχρι το επόμενο σαββατοκύριακο;»

Έμεινα και την κοιτούσα με ανοιχτό το στόμα. Η Ελίζα ποτέ δεν μου παραπονέθηκε σχετικά. Τις καθημερινές δούλευα σαν τρελός απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ. Όταν ερχόμουν στο σπίτι ήμουν κομμάτια. Άντε να κάνεις ένα μπάνιο, άντε να βάλεις μια μπουκιά στο στόμα σου, άντε να διαβάσεις λίγο την εφημερίδα, άντε να δεις τις ειδήσεις... πάει, πήγε δώδεκα. Έπρεπε να κοιμηθώ και λίγο, πώς θα πήγαινα πάλι στη δουλειά την άλλη μέρα; Στο κάτω κάτω κι εκείνη δούλευε. Ήμασταν τώρα για μεταμεσονύκτια γλέντια;

«Ποτέ δεν μου παραπονέθηκε ότι ήθελε να κάνουμε κάτι άλλο τις καθημερινές».

«Πού ξέρεις; Μπορεί να περίμενε να το σκεφτείς μόνος σου».

Η Μπία είχε αρχίσει να γίνεται πολύ επιθετική. Για όλα είχε έτοιμη μια απάντηση. Προσπάθησα να μην το πάρω προσωπικά. Ο φίλος της δούλευε σε μια διαφημιστική εταιρία και μονίμως βλεπόντουσαν μετά τις έντεκα το βράδυ. Μάλλον έβγαζε δικά της απωθημένα.

«Να σε ρωτήσω κάτι άλλο; Στο σπίτι που είχατε μαζί έκανες καμιά δουλειά;»

«Σαν τι δηλαδή;»

«Δουλειά, ρε παιδί μου. Να σηκώσεις το ρημάδι να μαζέψεις κάτι... Κανά ποτήρι, κανά σκουπιδάκι, τίποτα κάλτσες απ’ το πάτωμα;»

Προσπάθησα να σκεφτώ. Δεν θυμόμουν. Αλλά τι σημασία είχε αυτό; Μα τι μου έλεγε τώρα; Εγώ ερχόμουν στις οχτώ το βράδυ. Τι δουλειές και κουραφέξαλα μου τσαμπούναγε;

«Όταν τρώγαμε μάζευα το πιάτο μου», είπα.

«Άλλο, άλλο;»

«Σαν τι άλλο;»

«Άλλαζες σακούλα στο καλαθάκι του μπάνιου;»

«Όχι».

«Άλλαζες σεντόνια όταν βρώμιζαν;»

«Όχι».

«Έστρωνες τραπέζι πριν το φαγητό;»

«Όχι».

«Στρωνόταν μόνο του;»

«Δεν το σκέφτηκα ποτέ. Λες να το έστρωνε η Ελίζα;»

«Δεν ξέρω. Εσύ πού ήσουν;»

«Συνήθως, πριν φάμε, έβλεπα τηλεόραση. Κάποια στιγμή μου φώναζε απ’ την κουζίνα. ¨Έλα αγάπη μου, τρώμε¨. Σηκωνόμουν και πήγαινα. Δεν θυμάμαι αν έστρωνε τραπέζι. Τι εννοείς όταν λες έστρωνε τραπέζι;»

Με κοίταξε με απαξίωση.

«Τραπεζομάντιλο, χαρτοπετσέτες, μαχαιροπίρουνα, υπήρχαν στο τραπέζι; Πιάτα γεμάτα με φαγητό;»

«Ε, φυσικά».

Τα νεύρα της είχαν φουντώσει.

«Όταν άλλαζες ρούχα πού τα άφηνες;»

«Πάνω σε μια καρέκλα στο υπνοδωμάτιο».

Σ’ αυτή τη φάση με μούντζωσε.

«Πάρ’ τα τώρα, να μη στα χρωστάω. Όταν άλλαζες κάλτσες, τις παλιές τι τις έκανες;»

«Τις άφηνα στο πάτωμα».

«Μετά περπατούσαν κι έμπαιναν στο πλυντήριο μόνες τους;»

«Δεν ξέρω. Μα, με κάλτσες θα ασχολούμαστε τώρα;»

«Έλα, μωρέ, κάνε μια μικρή εξαίρεση. Θέλω να μάθω. Πάντως οι κάλτσες με κάποιο θαυμαστό τρόπο έφταναν τελικά μέχρι το πλυντήριο».

«Μάλλον ναι».

Οι βολβοί των ματιών της είχαν αρχίσει να διογκώνονται επικίνδυνα.

«Πάμε τώρα ξανά στο μπάνιο», μου είπε.

«Και δεν πάμε;»

«Όταν τέλειωνε το χαρτί τι έκανες;»

«Το άλλαζα».

«Ω!!!», έκανε με θαυμασμό.

«Όταν τέλειωνες με το ντους, μάζευες τις τρίχες απ’ την μπανιέρα;»

«Όχι, θα έπρεπε;»

«Στοπ. Εγώ κάνω τις ερωτήσεις. Καθάριζες τις πιτσιλιές απ’ το πάτωμα;»

«Όχι. Μπορούσαν να στεγνώσουν και μόνες τους».

«Άλλαζες πετσέτα όταν λερωνόταν η παλιά;»

«Δεν ήξερα πού τις είχε».

«Πού τις βάζουν τις πετσέτες, ρε φίλε; Στο πλυντήριο πιάτων;»

«Δεν έχω ιδέα».

«Πάμε τώρα στο υπόλοιπο σπίτι. Έβαλες ποτέ ηλεκτρική σκούπα;»

«Όχι».

«Σφουγγάρισες;»

«Όχι».

«Πότισες ποτέ τις γλάστρες;»

«Όχι».

«Έπλυνες ποτέ τη βεράντα;»

«Όχι».

«Της μαγείρεψες ποτέ;»

«Πού να βρεθεί χρόνος για τέτοια;», ρώτησα απορημένος.

Σηκώθηκε απότομα από τη θέση της.

«Κι έμεινε δύο χρόνια μαζί σου;» ούρλιαξε σαν δαιμονισμένη.

«Γιατί, πού είναι το πρόβλημα;» ρώτησα. Δεν καταλάβαινα τι την είχε πιάσει.

Τα μάτια της έβγαζαν φλόγες. Πήγε κάτι να πει. Το μετάνιωσε. Σηκώθηκε κι έφυγε. Έκανε να μου ξαναμιλήσει δύο μήνες. Δεν τις καταλαβαίνω τις ταχύτητες που αλλάζουν οι γυναίκες. Πραγματικά, δεν τις καταλαβαίνω.

Η Τασούλα προσπάθησε να φωτίσει μια άλλη πλευρά.

«Ξέρεις πού είναι οι γραβάτες σου;»

«Φυσικά».

«Ωραία. Πες μου τώρα κάτι. Όταν ντυνόσουν για να πας στη δουλειά σου, ρωτούσες την Ελίζα, ¨Πού είναι η γραβάτα μου;¨»

Τελικά γνώριζε πολλές λεπτομέρειες από την καθημερινή μας ζωή. Νομίζω ότι η Ελίζα της είχε μιλήσει. Δεν εξηγείται αλλιώς.

«Ναι, συνήθως τη ρωτούσα».

«Γιατί; Αφού ήξερες πού τις είχες».

«Επειδή ενώ ήξερα πού ήταν, ποτέ δεν τις έβρισκα. Έχω πολλές. Έψαχνα, έψαχνα, και ποτέ δεν έβρισκα αυτή που ήθελα. Η Ελίζα είχε πάντα ένα μαγικό τρόπο να τις βρίσκει αμέσως».

«Μήπως βαριόσουν να ψάξεις υπομονετικά;»

«Μπορεί να είναι κι αυτό. Δεν το είχα σκεφτεί».

«Στο σούπερ μάρκετ πήγαινες;»

«Πού να προλάβω; Όταν γύριζα σπίτι τα μαγαζιά είχαν κλείσει».

«Τουλάχιστον, όταν κάτι τελείωνε στα χέρια σου, το σημείωνες στη λίστα με τα ψώνια;»

«Κρατούσε η Ελίζα λίστα με ψώνια;»

Η Τασούλα κάτι πρέπει να ήξερε σχετικά γιατί όταν της έκανα αυτή την ερώτηση έπιασε με τα χέρια το κεφάλι της και μονολόγησε:

«Ω, Θεέ μου!!!»

Στ’ αλήθεια, δεν μπορώ να τις καταλάβω. Θέλουν τόσα πολλά από μας;

Αργότερα θυμήθηκα ότι η Ελίζα μερικές φορές μου είχε πει διακριτικά ότι χρειαζόταν λίγη βοήθεια με το σπίτι. Όταν τη ρώτησα τι ακριβώς εννοούσε, με κοίταξε περίεργα σαν να με έβλεπε για πρώτη φορά και βγήκε χολωμένη απ’ το δωμάτιο. Τότε σκέφτηκα ότι μάλλον κάτι είχε πάει στραβά εκείνη τη μέρα στη δουλειά της και δεν το συνέχισα. Κάτι τέτοιες αντιδράσεις δεν πρέπει να τις σκαλίζει κανείς. Καλύτερα να περιμένει να περάσει η μπόρα.

Τώρα οι φίλες της, και από σπόντα φίλες μου, άφηναν να εννοηθεί ότι όλα αυτά τα χρόνια που συζούσαμε η Ελίζα είχε μαζέψει ένα σωρό παράπονα, για να μην πω είχε αφήσει ένα σωρό ασημαντότητες να της χαλάσουν τη διάθεση απέναντί μου. Και ρωτάω: Αξίζει να χωρίζουν οι άνθρωποι για τέτοιες μαλακίες;


7 σχόλια:

tdjm είπε...

Ε οχι βέβαια ,οι άνθρωποι δεν χωρίζουν για τέτοιες χαζομάρες...

ΧΑχαχαχαχαχα

Πρέπει να είναι πάρα πολύ καλό βιβλίο!!!

Θα το διαβάσω οπωσδήποτε , θέλω να δω τι συναισθήματα θα μου δημιουργήσει τώρα που θα τα διαβάσω όλα αυτά ως τρίτος!!!

Μεταξύ μας....κι εγώ για τους παραπάων λόγους τον χώρισα!!

socratesantoniou είπε...

Καλώς το κορίτσι. Λες να είμαι αυτός που χώρισες; Πλάκα θα έχει.

tdjm είπε...

xaxaxaxaxa

Λες?????

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΑΡΙΖΩΝΗ είπε...

Καλοτάξιδο.Ενδιαφέρον ακούγεται.Θα το διαβάσω.

socratesantoniou είπε...

@ Κατερίνα, ευχαριστώ πολύ. Όταν το διαβάσεις, πες μου κι εμένα τι κατάλαβες, για να καταλάβω κι εγώ γιατί το έγραψα :-)

Ανώνυμος είπε...

Χα, χα, χα... Καλό το σχόλιο... Απόσπασμα από το βιβλίο σου είναι; Πολύ το διασκέδασα... Θα το στείλω και σε όλους τους άντρες φίλους μου μπας και μάθουν τίποτα... ;-) Και το βιβλίο σου θα το πάρω να το απολαύσω στις διακοπές με το ιστιοπλοϊκό... Θα το διαβάζω δυνατά για να το σχολιάζουν άντρες και γυναίκες... Είμαι σίγουρη ότι θα μας χαρίσει στιγμές απόλαυσης και τρελού γέλιου...

socratesantoniou είπε...

@Ανώνυμη, να έχεις καλές διακοπές. Θα είναι πολύ ωραίο να βρεθώ στην παρέα σας για λίγο, με αυτόν τον ενδιαφέροντα και παράδοξο τρόπο. Άσε που δεν έχω μπει και σε ιστιοπλοϊκό. Άρα, διπλό το κέρδος. χαχα